6 Διαλέξεις για τον ΔΣΕ

1.Οι συνθήκες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα και το εξωτερικό


Όσοι από τους ενδιαφερόμενους θελήσουν να περιηγηθούν μαζί μας στις σελίδες της ιστορίας του εμφυλίου πολέμου 1946-1949 να ξέρουν εξαρχής ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την “αρχή της ουδετερότητας” τόσο στην διαμόρφωση των κοινωνικών αγώνων και εξελίξεων, όσο και στην εξέταση και ερμηνεία της κοινωνικής εξέλιξης και άρα και στην ιστορική έρευνα.

Παρά τις πολυάριθμες “φελλό-σοφίες” περί του “τέλους της ιστορίας” ή των διάφορων αναπαλαιωμένων “νέων κυμάτων” εμείς επιμένουμε πεισματικά στην αρχή του ιστορικού υλισμού “…την αντίληψη της πορείας της παγκόσμιας ιστορίας, που την τελική αιτία και την αποφασιστική κύρια δύναμη όλων των σπουδαίων ιστορικών γεγονότων την βλέπει στην οικονομική εξέλιξη της κοινωνίας, στις αλλαγές του τρόπου παραγωγής και ανταλλαγής, στη διάσπαση της κοινωνίας σε διάφορες τάξεις που πηγάζει απ’ αυτόν τον τρόπο παραγωγής, και στους αγώνες ανάμεσα σ’ αυτές τις τάξεις”. Η κατανόηση και ερμηνεία των κοινωνικών διαδικασιών από τη σκοπιά της διευκόλυνσης της κοινωνικής προόδου (της πορείας των καταπιεσμένων και εκμεταλλευομένων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων προς τη χειραφέτησή τους μέσα από την ανατροπή των εκμεταλλευτών τους) αποτελεί τη βάση της αντικειμενικότητας στην ιστορία.

Μ’ αυτήν την έννοια, η αντικειμενική εξέταση της ιστορίας και η ανάλογη εξαγωγή συμπερασμάτων αποτελούν αναντικατάστατο όπλο στα χέρια του αγωνιζόμενου λαού. Με τους “αμερόληπτους” που δικαιώνουν ή κατακρίνουν ταυτόχρονα τόσο τους καταπιεστές όσο και τους καταπιεσμένους δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Τέτοια “ουδετερότητα” στις κοινωνικές επιστήμες “καλοπιάνει” τους “από κάτω” μόνο και μόνο για να συνεχίζουν να καλοθρέφουν τους “από πάνω”. Τέτοιου είδους “συμφιλιώσεις” μας βρίσκουν απόλυτα αντίθετους.

Ας δούμε λίγο πώς τα παραπάνω έχουν εφαρμογή στην ερμηνεία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η έκβαση του οποίου καθόρισε κατά μία έννοια και τον ελληνικό εμφύλιο.

Η εξέταση των κατακτήσεων αλλά και των αδυναμιών των αντιφασιστικών και απελευθερωτικών κινημάτων της εποχής εκείνης μας οδηγούν σε καθοριστικά συμπεράσματα για το πώς μπορεί να γίνουν ακόμα πιο αποτελεσματικοί, οι σημερινοί αγώνες των λαών. Γιατί τα συμφέροντα και οι πολιτικές εξουσίες που ανέθρεψαν τον φασισμό, αυτές που έσπειραν τον πόλεμο για να θερίσουν οικονομικά και πολιτικά κέρδη είναι οι ίδιες στην ουσία που και σήμερα πρωτοστατούν στις σφαγές των λαών. Είναι οι ίδιες δυνάμεις, που έχοντας επίγνωση της δύναμης της επιστήμης της ιστορίας ξοδεύουν σεβαστά οικονομικά ποσά για να προσαρμόσουν την ιστορική πραγματικότητα στα μέτρα τους.

Σχεδόν 80 χρόνια από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και 75 μετά την απελευθέρωση της Ευρώπης από το φασισμό, ένας άλλος ανεπίσημος «πόλεμος» συνεχίζεται από τη μεριά των εκφραστών των συμφερόντων του κυρίαρχου συστήματος. Ένας πόλεμος ενάντια στα πραγματικά στοιχεία, στην επιστήμη, σε οτιδήποτε συμβάλλει στη συνειδητή αντίληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας και με απώτερο στόχο την υπεράσπιση και διαιώνιση της σημερινής τάξης πραγμάτων.

Δεν είναι λίγοι οι ιστορικοί που τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να «ξαναγράψουν» την ιστορία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αποσιωπώντας ή διαστρεβλώνοντας καθοριστικά γεγονότα, καθώς και τα βασικότερα χαρακτηριστικά του πολέμου.

Έτσι π.χ. πολλοί απ’ αυτούς «παραβλέπουν» το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο φασισμός, σε όλες του τις κρατικές μορφές (Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Ελλάδα, κλπ) αποτέλεσε συνειδητή επιλογή τόσο της ντόπιας όσο και της διεθνούς πλουτοκρατίας.

Στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες αποτέλεσε την ύστατη αλλά και μοναδική επιλογή τους για την καθυπόταξη του εργατικού κινήματος, που συνέχιζε να εξεγείρεται στην Ευρώπη ακόμα και μετά την αιματηρή κατάπνιξη των εργατικών επαναστάσεων και εξεγέρσεων, που ξέσπασαν στην Ευρώπη με το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, την Τσεχία, τη Φινλανδία, την Αυστρία).

Από την καθυπόταξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία για παράδειγμα, δεν κέρδιζαν μόνο τα γερμανικά μονοπώλια αλλά και τα ξένα (κυρίως αμερικάνικα), που είχαν επενδύσει τεράστια ποσά στη Γερμανία, είτε μόνα τους είτε σε σύμπραξη με το γερμανικό κεφάλαιο.

Τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, άσχετα από το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά τη διάρκεια του πολέμου, αρχικά είχαν μια ενιαία στάση, όσο αφορά την αντιμετώπιση ριζοσπαστικών λαϊκών κινημάτων, ως επικίνδυνων εχθρών για την παντοδυναμία τους. Αυτό φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα, στην περίπτωση του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, όπου στο πλευρό της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, τάσσονται ενεργά χιλιάδες εργαζόμενων και διανοούμενων από πλήθος χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ οι κυβερνήσεις τους, με πρωτοστάτες αυτές των «μεγάλων δημοκρατιών» (ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία) όχι απλώς μποϋκοτάρισαν τον αγώνα του ισπανικού λαού, αλλά και ανέχθηκαν την ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση των Χίτλερ – Μουσολίνι, στο πλευρό του Φράνκο.

Σε συνδυασμό με τα παραπάνω αποσιωπούν και τη συνειδητή προσπάθεια του γαλλο-βρετανικού και αμερικάνικου κεφαλαίου, που έχοντας βάσιμες ελπίδες ότι ο φασισμός θα επιτεθεί πρώτα στη Σοβιετική Ένωση (το πρώτο στον κόσμο εργατικό κράτος, που όχι μόνο επιβίωσε της διεθνούς ιμπεριαλιστικής επέμβασης 1918/1920, άλλα είχε πλέον εξελιχθεί σε σοβαρό οικονομικό και στρατιωτικό παράγοντα, που επηρέαζε τη δράση της εργατικής τάξης διεθνώς), ενίσχυε οικονομικά και στρατιωτικά, πρωτίστως το γερμανικό φασισμό. Υπολόγιζαν ότι όποιος κι αν έβγαινε νικητής από αυτήν τη σύγκρουση, θα ήταν τόσο αποδυναμωμένος, που θα αποτελούσε πλέον εύκολη λεία γι αυτούς. Άξιες αναφοράς είναι δυο χαρακτηριστικές εκτιμήσεις επιφανών πολιτικών, που συνηγορούν σε αυτήν τη διαπίστωση.

Η μία είναι του πρώην υφυπουργού εξωτερικών των ΗΠΑ Σάμνερ Ουέλλες, ο οποίος το 1944, στο βιβλίο του «Οι καιροί των αποφάσεων» (The Times of Decision, New York and London, 1944), λέει ότι δοκίμασε «ένα αίσθημα ανακούφισης» με την κατάπτυστη συμφωνία του Μονάχου (30/9/1938) με την οποία ουσιαστικά η Αγγλία και η Γαλλία χάριζαν ένα ανεξάρτητο κράτος, την Τσεχοσλοβακία στο Χίτλερ και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τα προπολεμικά χρόνια, τα ισχυρά χρηματιστικά και εμπορικά συγκροτήματα των δυτικών δημοκρατιών, συμπεριλαμβανομένων και πολλών συγκροτημάτων των ΗΠΑ, ήταν σταθερά πεπεισμένα ότι ο πόλεμος ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τη χιτλερική Γερμανία θα εξυπηρετούσε μόνο τα δικά τους συμφέροντα. Πίστευαν ότι η Ρωσία αναπόφευκτα θα υποστεί ήττα και επομένως ο κομμουνισμός θα εξαλειφθεί. Επίσης και η Γερμανία σαν αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης θα εξαντλούνταν τόσο, που για πολλά χρόνια θα ήταν ανίκανη να απειλήσει πραγματικά τον υπόλοιπο κόσμο.»

Η δεύτερη εκτίμηση είναι ενός από τους πρωταγωνιστές του πολέμου, του Γάλλου στρατηγού Ντε Γκολ, ο οποίος το 1954 θα γράψει στο βιβλίο του «Αναμνήσεις πολέμου – το προσκλητήριο 1940-1942» (Charles de Gaulle, Memoires de guerre. L’ appel, 1940-1942. Paris 1954) : «Οι δικοί μας ιθύνοντες κύκλοι λιγότερο ενδιαφέρονταν για τον αγώνα κατά του χιτλερισμού και περισσότερο για την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ – το βομβαρδισμό του Μπακού, την απόβαση στην Κωνσταντινούπολη».

Γι αυτό άλλωστε και οι “Δυτικές Δημοκρατίες” «άργησαν» να συμμετάσχουν πραγματικά στον πόλεμο. Όχι μόνο διεξήγαγαν τον «παράξενο» δηλαδή ανύπαρκτο «πόλεμο» για ένα χρόνο, αλλά και αργότερα, κατά την υποχώρησή τους από τις Κάτω Χώρες, ακόμα κι από την Γαλλία, παρατούσαν πίσω τους άθικτο τον βαρύ τους οπλισμό, με την ελπίδα ότι η ναζιστική Γερμανία θα το χρησιμοποιήσει κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Έναν εξοπλισμό, που τελικά χρησιμοποιήθηκε ακόμα και εναντίων τους από τους Γερμανούς κατά την απόβαση στην Νορμανδία.

Αυτοί οι στόχοι είναι που οδηγούν τους γαλλικούς ιθύνοντες κύκλους, αντί να οργανώσουν μια αποτελεσματική αντίσταση στον επερχόμενο κατακτητή, να απαγορεύσουν το ΚΚ Γαλλίας (26/9/1939) και να καθιερώσουν τη θανατική ποινή για τους ενόχους κομμουνιστικής προπαγάνδας (Απρίλιος 1940).

Μ’ αυτήν την λογική εξηγείται και το γεγονός ότι το αγγλικό και γαλλικό κεφάλαιο συνέχιζε ακόμα και μετά την κήρυξη του πολέμου τις δοσοληψίες του με τη Γερμανία, μέσω τρίτων χωρών, καθώς και το ότι οι αμερικάνικες εταιρείες GM, Ford, κλπ, ακόμα και ο πρόγονος των Προέδρων Μπους των ΗΠΑ, συνέχιζαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου να εξασφαλίζουν την αύξηση του πλούτου τους συμμετέχοντας ακόμα και στην εκμετάλλευση των ομήρων των φρικτών γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Σ’ αυτήν την αλλόκοτη για πολλούς αντικομουνιστική εκστρατεία στάθηκε σύμμαχος και η επίσημη Καθολική Εκκλησία, που θεωρούσε αμείλικτο εχθρό της τον μπολσεβικισμό (στις 19/3/1930 – η επίσημη εφημερίδα του Βατικανού «Observatore Romano» ρίχνει το σύνθημα για «σταυροφορία ενάντια στο μπολσεβικισμό»), και το φασισμό σοβαρό της σύμμαχο σ’ αυτήν την υπόθεση, ακόμα κι όταν ο γερμανικός φασισμός κατάσφαζε τον καθολικό πολωνικό λαό.

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός που «παραβλέπουν» οι σημερινοί απολογητές του συστήματος είναι ότι το μεγάλο κεφάλαιο, πέρα από το κοινό συμφέρον που είχε από το τσάκισμα του εργατικού και λαϊκού κινήματος ήταν και έρμαιο της μοιραίας δίψας για ισχυροποίηση που είχε το κάθε ιμπεριαλιστικό κέντρο ξεχωριστά.

Ο «ζωτικός χώρος» και η «Τρίτη Αυτοκρατορία» του Χίτλερ ή η «νέα ρωμαϊκή αυτοκρατορία» του Μουσολίνι, δεν ήταν απλώς δημαγωγικά συνθήματα. Εξέφραζαν ταυτόχρονα και τις επιδιώξεις των εγχώριων πλουτοκρατών, που έβλεπαν τον εαυτό τους αδικημένο από το πώς έγινε η μοιρασιά του κόσμου και των αγορών κατά το τέλος του Πρώτου Πολέμου. Αυτά τα «ειδικά» συμφέροντα είναι που οδηγούν και σήμερα τόσο στις από κοινού επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία και Αφγανιστάν όσο και στη διαφοροποίηση στον πόλεμο του Ιράκ ή της Λιβύης, της Συρίας, κλπ.

Συνυφασμένη με τα παραπάνω είναι και η συντονισμένη προσπάθεια κατασυκοφάντησης των λαϊκών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων της Ευρώπης και της Ασίας, που άσχετα από το βαθμό συνειδητοποίησης της αναγκαιότητας ανατροπής του δοσμένου κοινωνικού συστήματος, διεξήγαγαν ηρωικούς αγώνες που στρέφονταν τόσο ενάντια στον φασίστα κατακτητή, όσο και στην ντόπια αστική τάξη, που συνεργάζονταν μ’ αυτόν.

Έτσι, στην χώρα μας για παράδειγμα, φτάνουν στο σημείο να επιμένουν να ισχυρίζονται κόντρα στη λογική και στα δεδομένα ιστορικά στοιχεία, ότι τα περιβόητα Τάγματα Ασφαλείας (οι «γερμανοτσολιάδες» που έλεγε ο λαός μας) ιδρύθηκαν ως αντίδραση στην «τρομοκρατία που είχε εξαπολύσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ στην επαρχία»!!! Και φυσικά η ένδοξη δράση του λαϊκού κινήματος ενάντια στην επιστράτευση ή στην επέκταση της βουλγάρικης κατοχής για παράδειγμα είναι γι αυτούς αν όχι ανύπαρκτη, τουλάχιστον δευτερέυουσα!

Σε συνδυασμό με τα παραπάνω, η απόβαση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας και του Καναδά στη Νορμανδία, χαρακτηρίζεται πλέον με τον αμερικανικό στρατιωτικό όρο «Ντι-Ντέι» (D-day). Έτσι, με την απάλειψη πλέον του όρου «Δεύτερο Μέτωπο», οι νεότερες γενιές δεν έχουν καν την ευκαιρία να αναρωτηθούν για το ποιο ήταν το «πρώτο μέτωπο». Όλα τα μέσα χειραγώγησης αξιοποιούνται για να πειστούμε ότι οι πραγματικοί απελευθερωτές της Ευρώπης ήταν οι αμερικανοβρετανοί! Το ερώτημα όμως, γιατί έπρεπε οι σκλαβωμένοι λαοί να περιμένουν σχεδόν τέσσερα χρόνια γι αυτό το βήμα, δεν τίθεται καν ως προβληματισμός.

Πώς γίνεται αυτοί να είναι οι πραγματικοί απελευθερωτές και η μεγάλη πλειοψηφία των φασιστικών στρατευμάτων να πολεμούν τον Κόκκινο Στρατό ούτε αυτό δεν εξηγείται, γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί!Γιατί η Σοβιετική Ένωση, με την καθοδήγηση του ΚΚΣΕ, που είχε Γ.Γ. της ΚΕ τον Ι. Β. Στάλιν, σήκωσε το κύριο βάρος του αγώνα. Γιατί ακόμα και μετά την έναρξη του Β’ Μετώπου στη δυτική Ευρώπη, στο ανατολικό μέτωπο, ο Κόκκινος Στρατός αντιμετώπιζε διπλάσιες έως και τριπλάσιες φασιστικές μεραρχίες απ’ ο, τι τα αγγλοαμερικανικά στρατεύματα. (Νωρίτερα, αντιμετώπιζε 20πλάσιες δυνάμεις.) Συνολικά στο Ανατολικό μέτωπο καταστράφηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν 607 Γερμανικές μεραρχίες, που σημαίνει ότι οι ναζί είχαν εκεί μέχρι και τετραπλάσιες απώλειες σε σύγκριση με όλα τα άλλα μέτωπα μαζί (Β. Αφρική, Δ. Ευρώπη, Ιταλία). Το 73% των συνολικών απωλειών δηλαδή! Κι αν υπολογίσουμε μόνο τους νεκρούς και τραυματίες του εχθρού, τότε οι απώλειες είναι 6 φορές μεγαλύτερες στο Ανατολικό Μέτωπο απ ότι στα όλα τα’ άλλα μαζί! (Από συνολικές απώλειες 13.600.000 ανδρών, τα 10 εκατομμύρια χάθηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο!)

Περισσότερα από 30 εκατομμύρια έφθασαν οι ανθρώπινες θυσίες της Σοβιετικής Ένωσης μαζί με τους ανάπηρους και τους τραυματισμένους. 20 εκατομμύρια ήταν οι νεκροί της, ανάμεσά τους το άνθος των κομμουνιστών, που έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο για τη σωτηρία της σοσιαλιστικής πατρίδας. Αντίστοιχα οι νεκροί της Βρετανίας ανέρχονταν σε 375.000. Των ΗΠΑ σε 405.000.

Τρομακτικές ήταν ακόμη και οι άλλες καταστροφές που υπέστη η ΕΣΣΔ: 1710 πόλεις μετατράπηκαν σε σωρούς ερειπίων. Κάηκαν 70.000 χωριά και κεφαλοχώρια. Καταστράφηκαν ολοκληρωτικά ή εν μέρει 32.000 βιομηχανικές επιχειρήσεις και 65.000 χιλιόμετρα σιδηροδρομικές γραμμές. Καταληστεύτηκαν 98.000 αγροτικοί κοινωνικοί συναιτερισμοί (κολχόζ), 5.000 κρατικές αγροτικές επιχειρήσεις (σοβχόζ) και Μηχανοτρακτερικοί Σταθμοί, χιλιάδες νοσοκομεία, σχολεία, ανώτερα ιδρύματα και βιβλιοθήκες.

Εκτός από τη Σοβιετική Ένωση, την πιο λυσσαλέα επίθεση δέχονται τα λαϊκά κινήματα που μπόρεσαν ή προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την ευκαιρία, να εγκαθιδρύσουν τη δική τους εξουσία, ξεπαστρεύοντας την μήτρα που γεννά φασισμό και πολέμους, τον καπιταλισμό.

Το σύνθημα «ποτέ πια φασισμός, ποτέ πια πόλεμος» που στα 1945 αναφωνούσαν όλοι οι απελευθερωμένοι λαοί δεν αναφέρεται πλέον από κανέναν εκπρόσωπο των κρατών που συμμετείχαν στον πόλεμο. Αντιθέτως, η Γερμανία και η Ιταλία επεμβαίνουν ξανά στρατιωτικά σε όλον τον κόσμο (από τη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ ως την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και τη Συρία) και η Ιαπωνία επιζητεί παρόμοιο ρόλο. Η διαφορά έγκειται πλέον μόνο στο γεγονός ότι αυτή τη φορά όλα γίνονται και με τις επίσημες ευλογίες των παλιών «εχθρών» τους στον πόλεμο! Στο όνομα της καταπολέμησης «νέων εχθρών» (της «τρομοκρατίας» και της «τυραννίας») η παγκόσμια κεφαλαιοκρατία εντείνει τον αυταρχισμό και την καταπίεση για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη συνέχιση του πλουτισμού της. Στους «δρόμους του πετρελαίου» σφάζονται λαοί, δημοκρατικά δικαιώματα περιορίζονται, εργατικές κατακτήσεις δεκαετιών ακυρώνονται.

Οι εργαζόμενοι, οι λαοί δεν μπορούν να περιμένουν τίποτα θετικό υπομένοντας αυτές τις εξελίξεις. Οι πραγματικές τους ανάγκες, η λαϊκή ευημερία και η ειρήνη δεν μπορούν να εξασφαλιστούν όσο δεν αμφισβητείται η κυριαρχία του κεφαλαίου. Οι πλουτοκράτες αυτό το γνωρίζουν καλά. Γι αυτό και προσπαθούν με όλα τα μέσα να ανασκευάσουν και την ιστορία. Γιατί η πραγματική ιστορία εμπεριέχει επικίνδυνα γι αυτούς συμπεράσματα. Όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι οι λαϊκοί αγώνες, όποτε και όσες θυσίες κι αν απαίτησαν έφεραν πολύ θετικότερα αποτελέσματα απ’ ό,τι η μοιρολατρική αποδοχή της τυραννίας τους.

Δικό μας χρέος είναι, μελετώντας την πραγματική ιστορία, να την κάνουμε πραγματικό όπλο στα χέρια μας, για να κάνουμε ακόμα πιο αποτελεσματικούς τους αγώνες μας, για να συνειδητοποιήσουμε ακόμα καλύτερα την ιστορική αποστολή μας.

Όμως και στη χώρα μας δυστυχώς δεν είναι ασήμαντες οι προσπάθειες παραποίησης της ιστορίας. Η «αναθεώρηση» της ιστορίας, που τόσο προβάλλεται από ακαδημαϊκούς δασκάλους και εφημερίδες, πήρε πολύ πιο συγκεκριμένες διαστάσεις στην Ελλάδα προς τα τέλη του 2000, όταν μερίδα του Τύπου και των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων άρχισαν να προβάλλουν κατά κόρον υποτιθέμενες “νέες” και “ριζοσπαστικές” εφαρμογές μιας “καινούργιας” επιστημονικής έρευνας.

Μια έρευνα, που εκτός των άλλων, επιδιώκει να πείσει ότι η ιστορία ως επιστήμη δεν μπορεί να δώσει συνολικές απαντήσεις και συμπεράσματα για το παρελθόν, δεν μπορεί να εξετάζει το «γενικό» και το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει είναι να ερευνά το «μερικό», δηλαδή μόνο επιμέρους πτυχές της πραγματικότητας. Δεν καταφεύγουν μόνο σε γεωγραφικούς περιορισμούς (π.χ. Αργολίδα) και σε δήθεν «κοινωνικούς περιορισμούς» στην στρατιωτική («τρομοκρατική» όπως την αποκαλούν) δράση του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Το «μερικό» γίνεται «μερικότερο», καθώς από την ένοπλη δράση επιλέγουν μόνο αυτήν που σχετίζεται με τμήματα του ντόπιου πληθυσμού και με τα Τάγματα Ασφαλείας. Το «ειδικό» ή «μερικό» δεν εξετάζεται στη διαλεκτική του σχέση με το «γενικό», αλλά απολυτοποιείται ως μια αυτοτελή αλήθεια, που αν και «επιμέρους» έχει αξίωση να γίνει και γενικώς παραδεκτή. Όμως στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω.

Παραβλέποντας ταυτόχρονα τη διαφορά του ρεπορτάζ από την ιστορία, αναγάγουν τις συνεντεύξεις που παίρνουν από «διάφορους» (οι περισσότεροι δεν αναφέρονται καν ονομαστικά) σε ιστορικές πηγές. Το ότι (έστω κι απ’ την πλευρά της «κοινωνικής ανθρωπολογίας») οι συγκεκριμένοι συνεντευξιαζόμενοι εκφράζουν την γνώμη που έχουν σήμερα για τα τότε γεγονότα και δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς οι ίδιοι έβλεπαν τότε τα γεγονότα, δεν φαίνεται να ενοχλεί τους εκπροσώπους του αναθεωρητικού ρεύματος. Και για να τονίσουν την «αποστασιοποίηση» επιλέγουν –με άγνωστα για μας κριτήρια- γνώμες και αναμνήσεις αμφότερων κατά τη γνώμη τους πλευρών. Αυτό όμως δεν είναι τίποτ’ άλλο από μηχανιστική επιβολή στην ιστοριογραφία, του παραλόγου της στατιστικής: Το ένα χέρι στη φωτιά, το άλλο στον πάγο, άρα η μέση θερμοκρασία σώματος είναι κανονική!!

Ο υπερθετικός της «αντικειμενικότητας» των πηγών τους είναι τα πρακτικά των δικών της περιόδου του εμφυλίου. Ενώ υπάρχει μια γενικότερη παραδοχή ότι αν όχι όλες, τουλάχιστον οι περισσότερες απ’ αυτές τις δίκες είναι δίκες σκοπιμότητας, δίκες – παρωδία, όπου πολλές φορές μαυροφορεμένοι κατήγοροι αναλαμβάνουν σε επαγγελματική βάση την ψευδορκία (μερικές φορές είχαν τέτοιο ζήλο, που αναγνώριζαν και λάθος πρόσωπα ως κατηγορούμενους), κάποιοι θέλουν να μας πείσουν ότι σχεδόν αποτελεί νεωτερισμό και κατόρθωμα εκ μέρους τους η αξιοποίηση τέτοιων πηγών! Μόνο που σερβίρουν ξαναζεσταμένο φαγητό και μάλιστα μπαγιάτικο, 70 χρονών και παραπάνω! Ούτε η θεωρία των τριών γύρων, μήτε τα περί «εγκληματικών στοιχείων» ή “φοβισμένων βιαίως στρατολογημένων παιδιών” που τάχατες αποτέλεσαν τον Δ.Σ.Ε. μπορούν ν’ αποκτήσουν φρεσκάδα, πόσο μάλιστα επιστημονικό κύρος.

Ακόμα και κάποιοι που την ταξικότητα στην ιστορική ερμηνεία την παρουσιάζουν ως «περίεργη αδυναμία απεμπλοκής από τις ιδεολογικές και συναισθηματικές αγκυλώσεις που μας κληροδότησε η δεκαετία του 1940» , ακόμα κι αυτοί δεν μπορούν να κρύψουν τη δική τους ταξική (και άκρως αντικομμουνιστική ιδεολογική «αγκύλωση» όταν αναφέρονται στον ταξικό πόλεμο του Δεκέμβρη του 1944 .

Η ιστοριογραφία όμως έχει ξεπεράσει εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα τέτοιου είδους μεθοδολογικές και ερμηνευτικές «αγκυλώσεις». Π.χ. έχει ξεφύγει πια από μηχανιστικές αντιλήψεις απλής καταγραφής γεγονότων ή συγκόλλησης επιμέρους ιστοριών . Οι αναδευτές ξεπερασμένων μεθοδολογιών αμφισβητούν ξανά πράγματα αποδεδειγμένα, ένα κατακτημένο πλέον επιστημονικό επίπεδο. Όμως δεν υπάρχει ανάγκη να βάλουμε το δάχτυλο στην πρίζα για να μάθουμε ότι το ρεύμα μπορεί να σκοτώσει. Ο τρόπος που οι εμπαθείς αντικομμουνιστές εξετάζουν το παρελθόν μπορεί να είναι ο μόνος που μπορεί να στηρίξει τα συμπεράσματα που θέλουν να βγάλουν (ότι πχ το ΚΚΕ τρομοκρατούσε, ήταν αποκομμένο από τις πραγματικές ανάγκες της πλειοψηφίας των απλών ανθρώπων, σταθερή και κύρια πρόθεσή του ήταν η ένοπλη σύγκρουση για την κατάληψη της εξουσίας και οι απάνθρωπες σφαγές του υποχρέωσαν τους απλούς ανθρώπους να ανταπαντήσουν με άλλες ένοπλες ομάδες, κ.α.), δεν ανταποκρίνεται όμως καν στα καταγεγραμμένα γεγονότα.

Για λόγους συντομίας θα περιοριστούμε στο ζήτημα της ένοπλης αντίστασης, που αποτελεί βασική παράμετρο πολλών τέτοιων ιστορικών ερμηνειών:

Με την μεθοδολογία τους απομονώνουν την (μαζική) ένοπλη πάλη απ’ όλες τις άλλες κοινωνικές εξελίξεις και την αναγάγουν μεταφυσικά σε μοναδικό ιστορικό φαινόμενο της εποχής:

Υποτιμάται (αν δεν αποσιωπάται πλήρως) ο χαρακτήρας του πολέμου, η τριπλή φασιστική κατοχή της Ελλάδας και οι πολύπλευρες δυσμενής επιπτώσεις της για το λαό (με αποκορύφωμα τη λιμοκτονία πάνω από 300.000 ανθρώπων). Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι εύκολο να αγνοηθεί ο χαρακτήρας και ο ρόλος των κατοχικών κυβερνήσεων, σε ποιους μηχανισμούς (των στρατιωτικών συμπεριλαμβανομένων) στηρίχθηκαν καθώς και η επίδραση που άσκησαν στην κοινωνία οι πολιτικοί σχηματισμοί που στήριξαν ή εναντιώθηκαν στην Κατοχή.

Αποσιωπούνται (και όχι βέβαια από άγνοια) οι κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες που προηγήθηκαν της ένοπλης (ποιοτικά ανώτερης μορφής δηλαδή) απελευθερωτικής πάλης (και όχι απλά «ένοπλες συρράξεις»), βρίσκονταν σε συνεχή αλληλεπίδραση μ’ αυτήν και αποτέλεσαν βασική προϋπόθεση για την επιτυχή της έκβαση. Ωσάν το Εργατικό ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ, η Εθνική Αλληλεγγύη να υπήρχαν σε άλλο πλανητικό σύστημα.

Φυσική απόρροια των παραπάνω είναι και η αποσιώπηση της ταξικής διάστασης (ποιες κοινωνικές δυνάμεις τάχθηκαν με ποιόν).

Αγνοώντας λοιπόν τα συνολικά ιστορικά γεγονότα και την μεταξύ τους διαλεκτική σχέση, πολύ εύκολα η έρευνα της «τοπικής» ιστορίας μπορεί να καταντά «ιστοριούλα» (παραμύθι). Με βάση τέτοια λογικά σχήματα άνετα μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ένοπλη οργανωμένη αντίσταση (η συνειδητή δηλαδή επιλογή να ριψοκινδυνεύσεις την ίδια σου τη ζωή) γεννάται από τις προσωπικές «βεντέτες» και τις ανθρώπινες ματαιοδοξίες! Ίσως ακόμα και ότι και οι σημαντικότατες κινητοποιήσεις του άμαχου λαού (π.χ. ενάντια στην επιστράτευση, οι απεργιακοί αγώνες της εποχής, κλπ) ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού της «κόκκινης τρομοκρατίας» που άσκησε πάνω τους το μόνιμα «καχύποπτο» ΚΚΕ! Τα ιστορικά πραγματικά στοιχεία όμως άλλα ομολογούν!